κἀπαράσασθαι

κἀπαράσασθαι
ἀπαρά̱σασθαι , ἀπαράομαι
propitiate
aor inf mp (attic)
ἀπαρά̱σασθαι , ἀπαράομαι
propitiate
aor inf mp (doric aeolic)
ἐπαρά̱σασθαι , ἐπαράομαι
imprecate curses upon
aor inf mp (attic)
ἐπαρά̱σασθαι , ἐπαράομαι
imprecate curses upon
aor inf mp (doric aeolic)
ἐπαράσασθαι , ἐπαράομαι
imprecate curses upon
aor inf mid

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επαρώμαι — ἐπαρῶμαι, άομαι (Α) 1. επικαλούμαι την οργή τών θεών εναντίον κάποιου, προφέρω κατάρες, καταριέμαι («Πέρσησι δὲ πολλὰ ἐπαρησάμενος», Ηρόδ.) 2. υπόσχομαι επίσημα, ορκίζομαι («σπονδὰς καθεῑναι κἀπαράσασθαι τάδε», Ευρ.) 3. υπόσχομαι επί πλέον.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”